- πομπευτήριος
- -ία, -ον, Ααυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην πομπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπεύω + επίθημα -τήριος (πρβλ. βουλευ-τήριος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πομπευτηρίων — πομπευτήριος of fem gen pl πομπευτήριος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
πομπευτικός — ή, όν, Α [πομπεύω] 1. πομπευτήριος* 2. (στη μετρική) ο. μετρικός πόδας παλιμβάκχειος … Dictionary of Greek